- απαλότητα
- ηη ιδιότητα του απαλού: Τέτοια απαλότητα επιδερμίδας σε μεγάλο άνθρωπο δεν είχε ξαναδεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απαλότητα — η (AM ἁπαλότης, ητος) η ιδιότητα του απαλού, η αβρότητα, η τρυφερότητα … Dictionary of Greek
ἁπαλότητα — ἁπαλότης softness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
мѧкость — МѦКОСТ|Ь (2*), И с. 1. Мягкость: ѿ мѣди и олова ес(с)тво има(т). зане нi твердости има(т) ни же пакы до конца мѧмѧкости [так!] ГБ XIV, 84г. 2. Изнеженность: да ѡдолѣеть страху мл(с)ть. б҃ии стра(х) и мѧкости. да станеть преже плотолюбивы(х)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αβρότητα — η (Α ἁβρότης) [ἁβρὸς] 1. λεπτότητα, χάρη, απαλότητα, τρυφερότητα 2. η λεπτότητα στους τρόπους, η ευγενική συμπεριφορά αρχ. λαμπρότητα, πολυτέλεια … Dictionary of Greek
αγανάδα — η [αγανός] απαλότητα, χαλαρότητα … Dictionary of Greek
αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… … Dictionary of Greek